-
1 ποταμοχωστος
-
2 υποκειμαι
ὑποκείμενα ἐρείσματα Arst. — находящиеся внизу подпорки;
οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. — фундамент сложен из различных каменных пород;ἥ κρηπὴς ὑποκειμένη τινί Plat. — основание чего-л.;ὑ. τινι Plat. — лежать в основе (быть принципом) чего-л.;τούτων ὑποκειμένων Plat. — положив это в основу, на этих основаниях2) лежать у (чьих-л.) ног, униженно кланяться Plat.3) лежать рядом, прилегать, примыкать(ὑποκειμένη ἥ Εὔβοια ὑπὸ τέν Ἀττικήν Isocr.; ἥ τῆς Αἰγύπτου ὑποκειμένη χώρα Diod.)
4) находиться впереди, быть предназначенным, предстоятьὑπόκειταί μοι ὅ ἄεθλος Pind. — мне предстоит (у меня впереди) награда;
ἥ ὑποκειμένη ὕλη Arst. — предмет предстоящего обсуждения, данная тема;τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. — лжесвидетелям предстоит кара5) быть в наличии, иметься, оставатьсяἐλπὴς ὑπόκειταί τινι ἀπό τινος Thuc. — у кого-л. есть надежда на что-л.;
ὑ. τῇ γνώμῃ Dem. — находиться в сознании, т.е. не упускаться из виду;δύο μῆνας ἔμενον ἐπὴ τῶν ὑποκειμένων Polyb. — в течение двух месяцев все оставалось в том же положении;ὅ ὑποκείμενος χρόνος грам. — настоящее время6) быть положенным, быть установленным, быть принятым (за правило)ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος Dem. — принято, чтобы сначала (приносилась) присяга, а затем (произносилась) речь;
διὸ καὴ ἡμῖν ὑποκείσθω ταῦτα Arst. — итак пусть это будет принято нами за основу;μένειν ἐπὴ τῆς ὑποκειμένης γνώμης Polyb. — оставаться при (ранее) принятом мнении;ἐμοὴ ὑποκέεται ὅτι ὑπ΄ ἀκοῇ γράφω Her. — я задался целью писать о том, что (сам) слышал7) быть предложенным, внушенным8) быть подвластным, подчиняться(τῷ ἄρχοντι Plat.; τοῖς πάθεσι Arst.; τῷ νόμῳ τινός Luc.)
ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει Arst. — в чем подчиненные виды (подвиды) отличаются от вида9) находиться в закладе10) обеспечивать(ся) залогомτετταράκοντα μνῶν ὑποκείμενοι Dem. — внесшие залог в сумме сорока мин - см. тж. ὑποκείμενον
-
3 χωριον
τό [demin. к χώρα и χῶρος]1) место, местность(πετρῶδες Thuc.; ἱππάσιμον Xen.)
2) область, страна, край(χ. Αἰγύπτου Her.)
τὸ χ. Ἀττικόν Arph. — территория Аттики3) мат. пространство, площадь, плоскость(τετράγωνον Plat.)
4) воен. укрепленный пункт(χωρία καταλαμβάνειν Lys.)
τὸ ἐπίμαχον χ. τῆς ἀκροπόλιος Her. — удобный для штурма пункт акрополя5) земельный участок, поместье Lys., Xen., Plat.χ. ἰδιώτου Thuc. — частная усадьба;
οἱ τῶν χωρίων φραγμοί Plut. — усадебные ограды6) место ( в книге), отрывок(τὸ χ. τῆς γραφῆς Luc.)
κατὰ τόδε τὸ χ. δῆλον, ὅτι … Her. — это место ясно показывает, что …7) промежуток времени, период8) место на рынке, торговое помещение, палатка(τοῦ χωρίου μίσθωσις Dem.)
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λεγεώνα της Τιμής — (γαλλ. Légion d’ honneur). Γαλλικό ιπποτικό τάγμα και τιμητικός τίτλος που καθιερώθηκε από τον Μέγα Ναπολέοντα στις 19 Μαΐου 1802 με τον σκοπό να τιμήσει τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της Γαλλίας για τις υπηρεσίες που παρείχαν στη χώρα. Όσοι… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek